Σήμερα το παιχνίδι με video games είναι γρήγορο, άμεσο και εύκολο και ως ένα μεγάλο βαθμό, αρκετά μοναχικό. Περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα από την οικιακή ψυχαγωγία που προσφέρουν οι κονσόλες νέας εποχής μέχρι τα παιχνίδια με τα οποία περνάμε τον χρόνο μας στα κινητά και παρά την ραγδαία εξέλιξη που έχει σημειώσει, προσφέροντας μια πρωτόγνωρη άνεση αλλά και πολλές επιλογές στον παίκτη, δε γίνεται μερικές φορές να μη νοσταλγήσεις μια εποχή κατά την οποία το gaming ήταν πολύ πιο ρομαντικό και η πρόσβαση σε αυτό δεν ήταν μια τόσο απλή διαδικασία, αλλά αυτό ήταν που προσέδιδε και την μαγεία που ίσως να λείπει ως ένα βαθμό σήμερα.
Μιλάμε φυσικά για την εποχή που η τελευταία λέξη της μόδας στο gaming ήταν τα αποκαλούμενα «ουφάδικα», τα οποία αποτελούν από μόνα τους ένα ξεχωριστό κομμάτι της κουλτούρας στην γεμάτη ελληνική δεκαετία του ’80, πριν ακόμη οι ακριβές κονσόλες φτάσουν στην Ελλάδα και μεταφέρουν τα video games από τα μαγαζιά στην άνεση του σπιτιού.
Τα «ουφάδικα» ήταν λοιπόν κάποια μικρά μαγαζιά που διέθεταν κάποια ογκώδη παραλληλόγραμμα κουτιά με οθόνες, στα οποία απλά έριχνες τάλιρο ή δεκάρικο και μπορούσες να παίξεις μια πληθώρα από δημοφιλή παιχνίδια της εποχής. Επιγραμματικά, μερικά από αυτά είναι φυσικά το Pac-Man, το Tetris, το Space Invaders, το Bubble Bobble, το Arkanoid, αλλά και το κλασικό φιδάκι.
Για να εισέλθεις σε αυτά τα μαγαζιά και να παίξεις έπρεπε θεωρητικά να έχεις συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας σου, αλλά αυτό τηρούνταν σπανίως έως ποτέ, αφού η κύρια μάζα των gamers ήταν μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Αυτό βοήθησε και στο να χτιστεί το θρυλικό στάτους των «ουφάδικων», αφού όσοι έπαιζαν είχαν αυτή τη ριψοκίνδυνη εφηβική αίσθηση ότι κάνουν κάτι παράνομο που αυξάνει την αδρεναλίνη. Αστυνομικοί έλεγχοι υπήρχαν κατά καιρούς, αλλά υπήρχε πάντα κάποιος που ήταν υπεύθυνος ώστε να προσέχει αυτά τα ντου και φώναζε εγκαίρως σε όσους ήταν κάτω των 17 να βγουν γρήγορα έξω.
Φυσικά σε όλα τα «ουφάδικα» δέσποζε η φιγούρα του ιδιοκτήτη τους, γνωστού και ως «θείου». Είχε τη διαρκή επίβλεψη του μαγαζιού του και ήταν αυστηρός με την τήρηση των κανόνων, πετώντας συχνά έξω κόσμο που μπορεί να έκανε φασαρία ή να δημιουργούσε προβλήματα στους υπολοίπους ή και στον ίδιο. Η περσόνα του «θείου» ήταν συχνά συνυφασμένη με την παρανομία, αφού πίσω από τη βιτρίνα των «ουφάδικων» πολλοί ιδιοκτήτες έστηναν παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες και στην πορεία προσαρμόστηκαν στη νέα εποχή με την καθιέρωση της μόδας με τα φρουτάκια.
Από τη στιγμή που τα «ουφάδικα» αποτέλεσαν τον χώρο συγκέντρωσης της πλειονότητας του νεαρού ανδρικού πληθυσμού της δεκαετίας του ’80, είναι λογικό να δημιούργησαν αλλά και να ανέδειξαν κάποιες κατηγορίες ανθρώπων που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε μια κοινότητα. Πέρα από τους μαθητές και φοιτητές, υπήρχαν και μεγαλύτεροι παίκτες κοντά στα 30 που είχαν και τα χρήματα αλλά και το χρόνο να περνάνε όλη τη μέρα τους μέσα σε αυτά τα μαγαζιά και να συνοδεύουν το gaming μαζί με κατανάλωση ποτού. Μέσα στα «ουφάδικα» σύχναζαν όπως είναι λογικό και πολλοί τζαμπατζήδες, οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπο και ευκαιρία να παίξουν λίγο χωρίς να ξοδέψουν χρήματα, εκμεταλλευόμενοι τους νεότερους σε ηλικία παίκτες, χωρίς βέβαια να πετυχαίνουν το σκοπό τους τις περισσότερες φορές με αποτέλεσμα να φεύγουν γρήγορα από το μαγαζί.
Ήταν μια ξεχωριστή ιστορία της δεκαετίας του ’80 τα «ουφάδικα». Βοήθησαν με τον τρόπο τους να αναπτυχθούν και να κοινωνικοποιηθούν κάποιες μικρές κοινότητες ανθρώπων που το μοναδικό τους μέλημα ήταν να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Ο εθισμός ήταν δεδομένος, στο βαθμό όμως που μπορεί κάποιος να κολλήσει και με ένα σύγχρονο παιχνίδι στο PlayStation και το Xbox, με τη διαφορά ότι προώθησαν την κοινωνικότητα και τις γνωριμίες, όπως και την έννοια της παρέας.
Και όσο κι αν το gaming σήμερα βοηθά να παίζεις μαζί με την δική σου παρέα με τους όρους που εσύ θέλεις, τίποτα δε συγκρίνεται με την περιπετειώδη όσο και συναρπαστική φύση των «ουφάδικων» που έδωσαν άλλο χρώμα στα δικά μας 80s.